κύηση

From LSJ
Revision as of 18:38, 29 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

η (AM κύησις) κυώ
η διεργασία που συντελείται και ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ σύλληψης και τοκετού στα θηλαστικά, όταν το έμβρυο αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα, κυοφορία, εγκυμοσύνη («τὸ τῆς κυήσεως καὶ γεννήσεως καὶ τροφῆς μίμημα συνείπετο τοῖς πᾶσιν ὑπ' ἀνάγκης», Πλάτ.)
αρχ.
το βλάστημα.