Πικηνοί

From LSJ
Revision as of 17:43, 9 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(οἱ)" to "(οἱ)")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.

Greek Monolingual

οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.

Russian (Dvoretsky)

Πικηνοί: οἱ (лат. Picentes и Picentini) жители Пицена Plut.