ἡμιλοχία

From LSJ
Revision as of 11:15, 10 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιλοχία Medium diacritics: ἡμιλοχία Low diacritics: ημιλοχία Capitals: ΗΜΙΛΟΧΙΑ
Transliteration A: hēmilochía Transliteration B: hēmilochia Transliteration C: imilochia Beta Code: h(miloxi/a

English (LSJ)

ἡ, hemilochion, half-file, half-rank, half-λόχος, Suid. s.v. διμοιρίτης:—also ἡμιλόχιον, τό, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 1168] ἡ, Suid. = ἡμιλόχιον, τό, halber Lochos, Ael. Tact. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιλοχία: ἡ, ἥμισυς λόχος˙ ὡσαύτως ἡμιλόχιον, τό, Αἰλ. Τακτ. 5.

Greek Monolingual

ἡμιλοχία, ἡ (Α)
στρ. μισός λόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -λοχία (< λόχος), πρβλ. δι-λοχία].