φέκλη

From LSJ
Revision as of 06:50, 16 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέκλη Medium diacritics: φέκλη Low diacritics: φέκλη Capitals: ΦΕΚΛΗ
Transliteration A: phéklē Transliteration B: pheklē Transliteration C: fekli Beta Code: fe/klh

English (LSJ)

ἡ, = Lat. faecula (burnt tartar), Ruf.Fr.115, Critoap.Gal.12.490; cf. σφέκλη, φαίκλα.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz, faecula, faex vini, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φέκλη: ἡ, τρυγία οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται σφέκλη ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α
το κατακάθι του κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»].