ἁλιά

From LSJ
Revision as of 16:30, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιά: ἢ ἁλία [ᾰλ], ἡ, (ἅλς) ἰγδίον πρὸς τρίψιμον ἅλατος ἢ ἁλατοθήκη, «σκεῦός τι πύξινον, ᾧ τοὺς ἅλας ἐντρίβουσιν», Πολυδ. 10. 169. Ἄρχιπ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 6, «λεπτὸν ἐν ἁλίᾳ κεκομμένον», Στράττις ἐν «Κινησίᾳ» 2· ἁλιὰν τρυπᾶν, καθαρίζειν ἐντελῶς τὸ ἀγγεῖον τοῦ ἅλατος, ἔνδειξις ἐσχάτης πενίας (ὡς παρὰ Περσίῳ, digito tenebrare salinum) ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Καλλιμ. (Ἐπίγραμμ. 50) «τὴν ἁλίην Εὔδημος» κτλ. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἀναφερόμενον εἰς τρικυμίαν θαλάσσης, ὅπερ ἔκαμέ τινας νὰ ἑρμηνεύσωσι τὴν λέξιν: ναῦς, λέμβος.

German (Pape)

ἁλία².