Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
ὦσχος: ὠσχοφόρια, ὠσχοφόρος, ἴδε ὄσχος, ὀσχοφόρια, κλπ.
ου (ὁ) :c. ὄσχος.
ὁ, = ὄσχος, ὄσχη.