λινοῦς

From LSJ
Revision as of 16:34, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινοῦς Medium diacritics: λινοῦς Low diacritics: λινούς Capitals: ΛΙΝΟΥΣ
Transliteration A: linoûs Transliteration B: linous Transliteration C: linoys Beta Code: linou=s

English (LSJ)

ῆ, οῦν, contr. for λίνεος.

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
v. λίνεος.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοῦς: стяж. = λίνεος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λίνεος.

Greek Monolingual

-ή, -oύv (AM λινοῦς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη) λίνον
κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη
μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.

Greek Monotonic

λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί λίνεος.

English (Woodhouse)

(see also: λίνεος) made of flax

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ῆ, οῦν, zusammengezogen aus λίνεος.