χανδός

From LSJ
Revision as of 16:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χανδός Medium diacritics: χανδός Low diacritics: χανδός Capitals: ΧΑΝΔΟΣ
Transliteration A: chandós Transliteration B: chandos Transliteration C: chandos Beta Code: xando/s

English (LSJ)

ή, όν, yawning, roomy, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος Epigr. ap. Polem.Hist.79.

Greek (Liddell-Scott)

χανδός: -ή, -όν, ὁ χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, εὐρύχωρος, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος, ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ πίνῃ χανδόν, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436D· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 959.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει μεγάλη οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. χανδόν.

German (Pape)

gähnend, mit weiter Öffnung, geräumig, vgl. Jacobs AP p. 959; ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος Polemo bei Ath. X.436d.