κυλικίς
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
κυλικίς, -ίδος, ή (AM)
μικρή κύλικα
μσν.
φάρμακο, καταπότιον
αρχ.
θήκη φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρίς, σταφυλίς)].
ίδος, ἡ, = κυλίκιον, kleine Büchse, zu Arzneien, Ath. XI.480c.