ὀρρώδης

From LSJ
Revision as of 16:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρρώδης Medium diacritics: ὀρρώδης Low diacritics: ορρώδης Capitals: ΟΡΡΩΔΗΣ
Transliteration A: orrṓdēs Transliteration B: orrōdēs Transliteration C: orrodis Beta Code: o)rrw/dhs

English (LSJ)

εςA, (ὄρρος) pertaining to the rump, Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Gal.19.127. II false spelling of ὀρώδης 11 (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρρώδης: -ες, (ὀρρός, εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀρρόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 7, Γαλην. ΙΙ. (ὄρρος Β) = οὐρώδης, Γαλην.

Greek Monolingual

(I)
ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό.
(II)
-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)
βλ. ορώδης (Ι).

German (Pape)

ες, molkenartig, Theophr., γάλα.