διποδία

From LSJ
Revision as of 16:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διποδία Medium diacritics: διποδία Low diacritics: διποδία Capitals: ΔΙΠΟΔΙΑ
Transliteration A: dipodía Transliteration B: dipodia Transliteration C: dipodia Beta Code: dipodi/a

English (LSJ)

ἡ, A two-footedness, Arist.PA643a3, Plot.6.3.5. II a Lacedaemonian dance, Cratin.162. III in Metric, combination of two feet, Anon.Oxy. 220 viii 1, Heph.4.3, Aristid.Quint.1.24, etc.

Spanish (DGE)

(δῐποδία) -ας, ἡ
1 hecho de ser bípedo Arist.PA 643a3, Plot.6.3.5.
2 cierto baile laconio, Cratin.173, Poll.4.101, Hsch.
3 longitud de dos pies, IAE 51.8, 13 (III a.C.).
4 métr. dipodia, combinación de dos pies Anon. en POxy.220.8.1, Heph.4.3, Aristid.Quint.48.10, Sch.Pi.O.13T.

Russian (Dvoretsky)

διποδία:
1) двуногость (ἀνθρώπου ἢ ὄρνιθος Arst.);
2) стих. диподия, сочетание двух стоп;
3) диподия (лаконская пляска).

Greek (Liddell-Scott)

διποδία: ἡ, τὸ ἔχειν δύο πόδας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 4. ΙΙ. ὄρχησις Λακωνική, Κρατῖν. Πλούτ. 5. ΙΙΙ. ἕνωσις δύο ποδῶν εἰς ἓν μέτρον, ὡς ἐν τοῖς ἰάμβοις, Λογγῖν. Ἀποσπ. 3. 7, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM διποδία)
1. το να έχει κανείς δύο πόδια
2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ' ένα κώλο, μέτρο
νεοελλ.
διποδισμός
αρχ.
είδος χορού τών Λακεδαιμονίων.

German (Pape)

ἡ,
1 das Zweifüßigsein, Arist. part. an. 1.3 (643.3).
2 In der Metrik, die Verbindung zweier Versfüße zu einem Versgliede, Metric.
3 Bei Poll. 4.101 und Cratin. bei Schol. Ar. Lys. 1243, ein lakonischer Tanz.