ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
nom. pl. épq. de ἀκλεής.
ἀκληεῖς: эп. pl. к ἀκλεής.
s. ἀκλεής.