ναυηγός
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
Ionic for ναυαγός.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ναυαγός.
Greek (Liddell-Scott)
ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία, κτλ., Ἰων. ἀντὶ ναυαγ-.
Greek Monolingual
ναυηγός, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ναυαγός.
Greek Monotonic
ναυηγός: ναυηγέω, ναυηγία κ.λπ., Ιων. αντί ναυαγ-.
German (Pape)
und ä., ion. = ναυαγός.