μαζηρός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
πίναξ, trencher for barley-cakes, Poll. 10.84.
Greek Monolingual
μαζηρός, -όν (Α) μᾱζα
φρ. «μαζηρὸς πίναξ» — πινάκιο για το σερβίρισμα τών κομματιών της κρίθινης μάζας.
German (Pape)
πίναξ, ein Teller, auf welchem man Gerstenbrot herumreicht, Poll. 10.84.