ἀκόρυφος

From LSJ
Revision as of 16:42, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόρῠφος Medium diacritics: ἀκόρυφος Low diacritics: ακόρυφος Capitals: ΑΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: akóryphos Transliteration B: akoryphos Transliteration C: akoryfos Beta Code: a)ko/rufos

English (LSJ)

ον, (> κορυφή) without top, without beginning, DH. Comp. 22. = ἀκορύφωτος (not to be summed, countless), Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 ret. que no tiene comienzo ἡ περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que no se puede sumar, innumerable Hsch. (cód.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόρυφος: -ον, (κορυφή) ἄνευ κορυφῆς, ἄνευ ἀρχῆς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 118. ΙΙ. = τῷ ἑπομ. Ἡσυχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόρυφος, -ον) κορυφή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» — χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.)
2. ο αναρίθμητος.

German (Pape)

ohne Gipfel, ohne Schluß, Dion.Hal., von einer Periode.