ἀρέσκεια
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
[ᾰρ], ἡ, (ἀρεσκεύομαι) A obsequiousness, Arist.EE1221a8, MM1192b30, Thphr.Char.5, Plb.31.26.5, Phld.Herc.1457.5, Polystr. p.16W.; ἀ. βασιλέως Plb.6.11a.7, cf.J.AJ18.8.7. 2 in plural, = δόξαι, ἀρέσκοντα, αἱ ἀ. τῶν πολλῶν, of false superstitions, Ph.2.191; τὰ ταῖς κεναῖς σοφιστῶν ἀρεσκήαις (sic) ὑπεναντία Demetr.Lac.Herc.1012.73. 3 in good sense, πρὸς θεὸν καὶ ἀρετήν Ph.1.168; ἡ εἰς τὸ πλῆθος ἀ. Inscr.Prien.113.73 (i B.C.), cf. IPE2.5, Ep.Col.1.10; πρὸς τὴν ἑτέρων ἀ. βιοῦν Hld.10.14.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 peyor. obsequiosidad, adulación, servilismo abs., Arist.EE 1221a8, MM 1192b30, Thphr.Char.5 tít., Plb.5.86.11, 31.18.5, Phld.Vit.5B., M.Ant.5.18, Aristid.Quint.67.23, c. gen. obj. ἀ. τοῦ βασιλέως obsequiosidad para con el rey Plb.6.11a.7, αὐτοῦ I.AI 18.291.
2 posit. gusto por agradar, deseo de agradar c. giro prep. εἰς τὰν πάτριν SEG 32.1243.6 (Cime I a./d.C.), εἰς τὸ πλῆθος IPr.113.73 (I a.C.), εἰς τὴν πόλιν IPE 2.5, πρὸς τὸν πλησίον Polystr.Contempt.18.4, πρὸς θεὸν καὶ ἀρετήν Ph.1.168
•c. gen. obj. τοῦ Κυρίου ... ἀ. deseo de agradar al Señor, Ep.Col.1.10, ἑτέρων Hld.10.14.7
•c. gen. subjet. ψευδεῖς ἀρέσκειαι ... γυναικός falsos son los deseos de agradar de la mujer LXX Pr.31.30.
3 plu. opiniones, placita αἱ τῶν πολλῶν ἀρέσκειαι Ph.2.191, τὰ ταῖς κεναῖς (sic) σοφιστῶν ἀρεσκήαις ὑπεναντία Demetr.Lac. en CErc.10 p.51.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
soins pour plaire, d'ord. complaisance excessive, obséquiosité ; en b. part prévenance, bonne grâce.
Étymologie: ἀρεσκεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέσκεια: ἡ, (ἀρεσκεύω) ὁ χαρακτήρ τοῦ ἀρέσκου, τὸ νὰ προσπαθῇ τις διὰ παντοίων τρόπων, συνήθως ταπεινῶν, νὰ φανῇ ἀρεστὸς εἴς τινα, «καλόπιασμα» μετὰ πολλῶν χαμερπῶν περιποιήσεων, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 3, 7, Μεγ. Ἠθ. 1. 29, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 5· πᾶν ὅ,τι κολακεύει ἤ εὐχαριστεῖ τινα, εὐθέως ἡρμόσατο πρὸς τὴν τοῦ βασιλέως ἀρέσκειαν Πολύβ. 6. 2, 12. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πρὸς θεόν καὶ ἀρετὴν Φίλων 1. 168.
Russian (Dvoretsky)
ἀρέσκεια: ἡ угодливость, раболепие Arst., Polyb.
German (Pape)
ἡ, gefälliges, schmeichelndes Wesen, meist tadelnd, Gefallsucht, Kriecherei; vgl. Theophr. char. 5; Pol. 31.26.5; τοῦ βασιλέως, Gehorsam, 6.2.12; Selbstgefälligkeit, M.Anton. 5.18.