διόγονος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: διόγονος | Medium diacritics: διόγονος | Low diacritics: διόγονος | Capitals: ΔΙΟΓΟΝΟΣ |
Transliteration A: diógonos | Transliteration B: diogonos | Transliteration C: diogonos | Beta Code: dio/gonos |
ον, f.l. for δίγονος, Βάκχος E. Hipp. 560 (lyr.).
ος, ον :
c. διογενής.
διόγονος, -ον (Α)
βλ. διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -γονος < γίγνομαι.
δῑόγονος: Eur. = διογενής.
= διογενής, Eur. Hipp. 560, mit langem ι.