τραχώδης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ες, of rough nature, v.l. in Arist.HA549b14, interpol. in Dsc.3.13.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχώδης: суровый (Arst. - v.l. к τραχύς).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχώδης: -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α τραχύς
αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.
German (Pape)
[ᾱ], ες, von rauher, harter Art, bei Arist. H.A. 5.17, zweifelhaft.