ἀνάπωσις
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
εως, ἡ, a drinking up, Erot. s.v. ἄμπωτις (οἷον ἀ. τις οὖσα) s.v.l. Cf. ἀνάποσις.
Spanish (DGE)
v. ἀνάπωτις.
German (Pape)
ἡ (ἀναπίνω), das Austrinken, die Ebbe (ἀνάπωσις ὕδατος περιοδική) Gew.