κραυγίας

From LSJ
Revision as of 16:47, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγίας Medium diacritics: κραυγίας Low diacritics: κραυγίας Capitals: ΚΡΑΥΓΙΑΣ
Transliteration A: kraugías Transliteration B: kraugias Transliteration C: kravgias Beta Code: kraugi/as

English (LSJ)

ἵππος, , a horse that takes fright at a cry, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγίας: ἵππος, ὁ, ἵππος πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κραυγίας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» — ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα -ίας (πρβλ. κολπίας, κοχλίας)].

German (Pape)

ὁ, ἵππος, ein Pferd, das durch Geschrei scheu wird, Hesych.