οἰνάρεον
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. οἴναρον.
Étymologie: οἰνάρεος.
Russian (Dvoretsky)
οἰνάρεον: (ᾰ) τό Theocr. = οἴναρον.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνάρεον: τό, ποιητ. ἀντὶ οἴνᾰρον, φύλλον ἀμπέλου, Θεόκρ. 7. 134.
Greek Monotonic
οἰνάρεον: τό, ποιητ. αντί οἴνᾰρον, αμπελόφυλλο, κληματόφυλλο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
οἰνάρεον, ου, τό,
a vine-leaf, Theocr. poet. for οἴνᾰρον]
German (Pape)
τό, poet. = οἴναρον, Theocr. 7.134.