εὐστρεφής

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋστρεφής;
ής, ές :
c. εὔστρεπτος.
Étymologie: εὖ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὐστρεφής: эп. ἐϋστρεφής 2
1) крепко скрученный (νευρή, ἔντερον οἰός, πεῖσμα Hom.);
2) крепко сплетенный (λύγοι Hom.).

German (Pape)

ές, ep. ἐϋστρεφής, = εὔστρεπτος, νευρή Il. 15.463; λύγοι Od. 9.427; ὅπλον, Tau, 14.346; πεῖσμα 10.167; ἔντερον οἰός, Darmsaite, 21.408; sp.D., wie Opp. Cyn. 1.151 Ap.Rh. 1.368.