μακραύχην

Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ενος, long-necked, long, κλῖμαξ E. Ph.1173: neut. pl., τὰ μακραύχενα Hp.Epid.2.1.8, Arist.HA595a11.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ, ἡ)
au long cou ; long.
Étymologie: μακρός, αὐχήν.

Russian (Dvoretsky)

μακραύχην: ενος adj. досл. с длинной шеей, перен. длинный, высокий (κλῖμαξ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μακραύχην: ὁ, ἡ, ἔχων μακρὸν αὐχένα, μακρός, κλῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1173· - οὐδ. πληθ., τὰ μακραύχενα Ἱππ. 1006Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1.

Greek Monolingual

μακραύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.)
2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. εριαύχην, ριψαύχην)].

Greek Monotonic

μακραύχην: ὁ, ἡ, μακρολαίμης, μακρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

μακρ-αύχην, ενος,
long-necked, long, Eur.

German (Pape)

ενος, langhalsig, ὄρνις, Ath. I.6c; überhaupt = lang, κλῖμαξ, Eur. Phoen. 1180. Bei Hippocr. auch μακραύχενος; τὰ μακραύχενα, Arist. H.A. 8.6.