χαμεύνιον

Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of χαμεύνη, Pl.Smp.220d, Luc.Asin.51, Poll. 6.9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χαμεύνη.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμεύνιον: τό [demin. к χαμεύνη подстилка, сенник Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμεύνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαμεύνη, οἱ δὲ χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Πλάτ. Συμπ. 220D, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 51, Πολυδ. Ϛ΄, 9. - Κατὰ Μοῖριν (408) «χαμεύνιον Ἀττικοί, ψίαθος Ἕλληνες», κατὰ δὲ Ἠσύχ.: «χαμεύνιον· κλινίδιον πενιχρόν».

Greek Monolingual

τὸ, Α χαμεύνη
υποκορ. μικρό στρώμα τοποθετημένο καταγής.

Greek Monotonic

χᾰμεύνιον: τό, υποκορ. αντί χαμεύνη, σε Πλάτ.

English (Woodhouse)

pallet

German (Pape)

τό, = χαμευνίς; χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Plat. Symp. 220d; Luc. asin. 51.