χαμεύνιον
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
τό, Dim. of χαμεύνη, Pl.Smp. 220d, Luc.Asin.51, Poll. 6.9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de χαμεύνη.
German (Pape)
τό, = χαμευνίς; χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Plat. Symp. 220d; Luc. asin. 51.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμεύνιον: τό [demin. к χαμεύνη подстилка, сенник Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμεύνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χαμεύνη, οἱ δὲ χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι, ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον Πλάτ. Συμπ. 220D, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄνος 51, Πολυδ. Ϛ΄, 9. - Κατὰ Μοῖριν (408) «χαμεύνιον Ἀττικοί, ψίαθος Ἕλληνες», κατὰ δὲ Ἠσύχ.: «χαμεύνιον· κλινίδιον πενιχρόν».
Greek Monolingual
τὸ, Α χαμεύνη
υποκορ. μικρό στρώμα τοποθετημένο καταγής.
Greek Monotonic
χᾰμεύνιον: τό, υποκορ. αντί χαμεύνη, σε Πλάτ.