στραβαλός

From LSJ
Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραβαλός Medium diacritics: στραβαλός Low diacritics: στραβαλός Capitals: ΣΤΡΑΒΑΛΟΣ
Transliteration A: strabalós Transliteration B: strabalos Transliteration C: stravalos Beta Code: strabalo/s

English (LSJ)

ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος (Achaean), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στραβαλός: «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος, Ἀχαιοὶ» Ἡσύχ., ἴδε προηγ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -αλός (πρβλ. ὁμ-αλός)].

German (Pape)

wie στρεβλός, gedreht, gewunden, bes. vom Haare, kraus, Hesych.