ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
Α(κατά τον Ησύχ.) «στραβαλός».[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + επίθημα -ίας (πρβλ. μυωπίας)].