κουρεακός

From LSJ
Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεακός Medium diacritics: κουρεακός Low diacritics: κουρεακός Capitals: ΚΟΥΡΕΑΚΟΣ
Transliteration A: koureakós Transliteration B: koureakos Transliteration C: koureakos Beta Code: koureako/s

English (LSJ)

ή, όν, gossiping (cf. sq.), κ. καὶ πάνδημος λαλιά Plb. 3.20.5.

Russian (Dvoretsky)

κουρεᾰκός: свойственный цирюльникам (λαλιά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κουρεακός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς κουρέα, φλύαρος ὡς κουρεύς, Πολύβ. 3. 20, 5.

Greek Monolingual

κουρεακός, -ή, -όν (Α) κουρεύς
όμοιος με κουρέα, φλύαρος, πολυλογάς σαν κουρέας («οὐ γὰρ ἱστορίας ἀλλά κουρεακῆς καὶ πανδήμου λαλιᾱς ἔμοιγε δοκοῦσι τάξιν ἔχειν», Πολ.).

German (Pape)

bartscherermäßig, geschwätzig wie ein Barbier, λαλιά Pol. 3.20.5.