συνηρέτης

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρέτης Medium diacritics: συνηρέτης Low diacritics: συνηρέτης Capitals: ΣΥΝΗΡΕΤΗΣ
Transliteration A: synērétēs Transliteration B: synēretēs Transliteration C: syniretis Beta Code: sunhre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = σύμφωνος, colleague, Phot.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ-ηρέτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

German (Pape)

der Mitruderer, übertragen, nach Phot. σύμφωνος.