κράντειρα

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράντειρα Medium diacritics: κράντειρα Low diacritics: κράντειρα Capitals: ΚΡΑΝΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kránteira Transliteration B: kranteira Transliteration C: kranteira Beta Code: kra/nteira

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq. ΙΙ, APl.4.220 (Antip.), Orph.Fr. 176.

Greek Monolingual

κράντειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].

German (Pape)

ἡ, fem. zu κραντήρ; πόνου Antip.Sid. 35 (Plan. 220).