κυνόμορον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
τό, = κυνόσβατος, Gal.12.426; also, = ἀπόκυνον, Id.11.835.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κυνοσβάτου, Γαλην.· ὡσαύτως = κυνοκράμβη, ὁ αὐτ. 13. 138.
Greek Monolingual
κυνόμορον, τὸ (Α)
1. ο καρπός της κυνοσβάτου
2. το φυτό απόκυνο, αλλ. κυνοκράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορον].
German (Pape)
τό, Hahnebutte, Frucht des κυνόσβατος.