διάρρηξις
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
εως, ἡ, = διαρραγή (tearing apart, rupture, laceration), Epicur.Ep.2p.49U., J.AJ18.9.1, Herod.Med. in Rh.Mus.49.552.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 rotura c. gen. αὐτῶν (δεσμῶν) Eus.M.23.84B, τῶν πετρῶν Ath.Al.M.28.997B.
2 separación, división c. gen. αὐτῶν de los elementos aéreos y acuosos que provocan el granizo, Epicur.Ep.[3] 106, δ. ποταμῶν n. de un distrito en Babilonia, I.AI 18.315.
Greek (Liddell-Scott)
διάρρηξις: -εως, ἡ, = διαρραγή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 106.
Russian (Dvoretsky)
διάρρηξις: εως ἡ разрыв Epicur. ap. Diog. L.
Greek Monolingual
η (AM διάρρηξις, -εως)
μσν.- νεοελλ.
1. θραύση σε ολόκληρη την έκταση
2. παραβίαση κλειστού χώρου με σκοπό την κλοπή
3. κλοπή
4. ακύρωση (αρραβώνα, συμβολαίου κ.λπ.)
5. διακοπή
αρχ.
διαρραγή, σπάσιμο.
German (Pape)
ἡ, das Durchbrechen, der Durchbruch, Jos.