νυκτόβιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, paraphr. of νυκτίρεμβος, Procl.Par. Ptol.226.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτόβῐος: -ον, ὁ ἔχων τὴν νύκτα ὡς ἡμέραν, δηλ. ὁ ζητῶν τὴν τροφήν του κατὰ τὴν νύκτα, ἐπὶ τῶν θηρίων ἐν γένει, Πρόκλ.
Greek Monolingual
και νυχτόβιος, -α, -ο (Α νυκτόβιος, -ον)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («νυκτόβιο είδος»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει σπίτι του τα χαράματα; Ξενύχτης
αρχ.
νυκτίρεμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + βίος (πρβλ. θαλασσό-βιος)].
German (Pape)
= νυκτερόβιος, Procl. paraphr. Ptolem.