διάρραμμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, (διαρράπτω) seam, Plu.2.978a.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
costura, sutura en el cuerpo de un delfín γνωρίσαντες ἐκ τοῦ διαρράματος Plu.2.978a.
Greek (Liddell-Scott)
διάρραμμα: τό, (διαρράπτω) ῥαφή, Πλούτ. 2. 978Α.
Greek Monolingual
το (Α διάρραμμα)
συρραφή, συνένωση με ραφή.
German (Pape)
τό, die Naht, Plut. sol.anim. 26.