συνιχνεύω
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
track out with, παρθένον Διονύσῳ Nonn.D.16.193.
Greek (Liddell-Scott)
συνιχνεύω: ἀνιχνεύω ὁμοῦ, τίπτε σὺ μοῦνος παρθένον ἰχνεύοντι συνιχνεύεις Διονύσῳ; Νόνν. Δ. 16. 193.
Greek Monolingual
Α ἰχνεύω
ανιχνεύω ταυτόχρονα με κάποιον άλλον, προσπαθώ να βρω τα ίχνη μαζί με άλλον.