λυμαντικός
From LSJ
English (LSJ)
v. sub λυμαντής.
Greek Monolingual
λυμαντικός, -ή, -όν (Α) λυμαντής
λυμαντήριος («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.).
German (Pape)
[ῡ], = λυμαντήριος, τινός, Arr. Epict. 3.7.20.
Full diacritics: λυμαντικός | Medium diacritics: λυμαντικός | Low diacritics: λυμαντικός | Capitals: ΛΥΜΑΝΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: lymantikós | Transliteration B: lymantikos | Transliteration C: lymantikos | Beta Code: lumantiko/s |
v. sub λυμαντής.
λυμαντικός, -ή, -όν (Α) λυμαντής
λυμαντήριος («δόγματα λυμαντικὰ οἴκων», Αρρ.).
[ῡ], = λυμαντήριος, τινός, Arr. Epict. 3.7.20.