νεφροειδής

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφροειδής Medium diacritics: νεφροειδής Low diacritics: νεφροειδής Capitals: ΝΕΦΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nephroeidḗs Transliteration B: nephroeidēs Transliteration C: nefroeidis Beta Code: nefroeidh/s

English (LSJ)

ές, like a kidney, Arist.HA508a30.

Russian (Dvoretsky)

νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].

German (Pape)

ές, = νεφρώδης, Arist. H.A. 2.17.