νοσσοποιέω
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
v. νεοσσοποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
νοσσοποιέω: συγκεκομ. ἀντὶ νεοσσοποιέω, Ἑβδομ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 22).
German (Pape)
zusammengezogen statt νεοσσοποιέω, nisten, brüten, LXX.