σφενδονίζω

From LSJ
Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονίζω Medium diacritics: σφενδονίζω Low diacritics: σφενδονίζω Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΙΖΩ
Transliteration A: sphendonízō Transliteration B: sphendonizō Transliteration C: sfendonizo Beta Code: sfendoni/zw

English (LSJ)

= σφενδονάω, βολίδας Ps.-Callisth. 2.16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν σφενδόνη
ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα
νεοελλ.
ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω
μσν.
παθ. σφενδονίζομαι
στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).

German (Pape)

σφενδονάω, LXX.