χαμαιπαγής

From LSJ
Revision as of 17:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιπᾰγής: -ές, ὁ προσκεκολλημένος εἰς τὸ ἔδαφος, χαμηλός, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 126.

Greek Monolingual

-ές, Α
προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτι-παγής, ὑψι-παγής].

German (Pape)

ές, an der Erde od. am Boden haftend, niedrig, Paul.Sil. ecphr. 126.