χαμαιπαγής
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιπᾰγής: -ές, ὁ προσκεκολλημένος εἰς τὸ ἔδαφος, χαμηλός, Παύλου Σιλ. Ἔκφρ. 126.
Greek Monolingual
-ές, Α
προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτι-παγής, ὑψι-παγής].
German (Pape)
ές, an der Erde od. am Boden haftend, niedrig, Paul.Sil. ecphr. 126.