μαλακόθριξ
From LSJ
Τὸ δ᾽ ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
μαλακότριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
Greek Monolingual
μαλακόθριξ, μαλακότριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)].
German (Pape)
-τριχος, weichhaarig, Arist. gen.an. 5.3.