διαμευστής
From LSJ
τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = ἀλαζών, Hsch.: also διαμευτής (-μέττης cod.), οῦ, ὁ, cheat, Id.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): tb. διαμευτής Hsch.
tramposo, embaucador Hsch.
• Etimología: De δι-αμεύομαι, cf. ἀμεύομαι, ἀμύνω.
German (Pape)
ὁ, Taschenspieler, Hesych.