Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμαιρεπής

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιρεπής Medium diacritics: χαμαιρεπής Low diacritics: χαμαιρεπής Capitals: ΧΑΜΑΙΡΕΠΗΣ
Transliteration A: chamairepḗs Transliteration B: chamairepēs Transliteration C: chamairepis Beta Code: xamaireph/s

English (LSJ)

ές, A creeping on the ground, grovelling, Gal.12.308. Adv. -πῶς Hsch. II cf. sq. ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιρεπής: -ές, ὁ χαμαὶ ῥέπων, χαμαίζηλος, τῆς πεπατημένης καὶ χαμαιρεποῦς διανοίας Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2, σ. 188D· ἴδε τὸ ἑπόμ. - Ἐπίρρ χαμαιρεπῶς, «χαμαιζήλως· ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και χαμαιρρεπής, -ές, Α
χαμαίζηλος, χαμαιπαγής.
επίρρ...
χαμαιρεπῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς
χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι-ρρεπής, ὀξυ-ρεπής].

German (Pape)

ές, auf der Erde kriechend, am Boden haftend, niedrig.