νουθέτησις
English (LSJ)
εως, ἡ, admonition, warning, Eup.66; διδαχὴ καὶ ν. Pl.R.399b, Epicur.Nat.72 G.; ῥάβδου ν. Pl.Lg.700c, etc.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'avertir, d'admonester.
Étymologie: νουθετέω.
Russian (Dvoretsky)
νουθέτησις: εως ἡ увещевание, наставления, уговоры Eur., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεσις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ τύπος νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «φαῦλος γὰρ ὁ Μενάνδρου νουθετισμός, ἐπίπληξις δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ ἐπιτίμησις» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.
Greek Monotonic
νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
νουθέτησις, ιος, ἡ,
admonition, warning, Eur., Plat., etc.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ἡ, das ans Herz Legen, die Ermahnung; Eur. Herc.Fur. 1256; καὶ κολάσεις, Plat. Prot. 323e, öfter.