μαλακόψυχος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ον, faint-hearted, Cat. Cod.Astr.1.145.
Greek (Liddell-Scott)
μαλᾰκόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὴν ψυχήν, δειλός, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
μαλακόψυχος, -ον (Α)
δειλός, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ψυχή.
German (Pape)
[ῡ], weichmütig, feigherzig, Sp.