καταχείριος

From LSJ
Revision as of 17:04, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχείριος Medium diacritics: καταχείριος Low diacritics: καταχείριος Capitals: ΚΑΤΑΧΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: katacheírios Transliteration B: katacheirios Transliteration C: katacheirios Beta Code: kataxei/rios

English (LSJ)

ον, fitting the hand, ἐρετμός A.R.1.1189.

Greek (Liddell-Scott)

καταχείριος: -ον, ἀρμόζων εἰς τὴν χεῖρα, ἐρετμὸν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1189.

Greek Monolingual

καταχείριος, -ον (Α)
ευκολομεταχείριστος, εύχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ χειρός].

German (Pape)

in die Hand passend, nach der Hand, ἐρετμός Ap.Rh. 1.1189.