διαβρωτικός
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
ή, όν, corrosive, Alex.Aphr.Pr. 1.99, Gal.1.280 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
corrosivo, que corroe χυμός Gal.1.280, cf. 7.377, αἱ ... τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν (χολαί) Aët.2.106, cf. Paul.Aeg.7.3.22, Alex.Aphr.Pr.1.99, ὕλη Steph.in Hp.Progn.252.15, cf. 38
•subst. τὸ δ. el carácter devorador del fuego, Chrys.M.63.144.
Greek (Liddell-Scott)
διαβρωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ καταφάγῃ ἐντελῶς, ὁ φέρων σῆψιν, Ἀλ. Ἀφροδισ. Προβλ. 34, 22, Ἰω. Χρυσ. 4, 533.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβρωτικός, -ή, -όν) διαβιβρώσκω
1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να διαβρώνει
2. ο σχετικός με τη διάβρωση
νεοελλ.
φρ. «διαβρωτική επίδραση» — επίδραση που ασκείται με έντεχνο τρόπο ή προπαγάνδα και προκαλεί σιγά σιγά αλλοιώσεις σε πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς.
German (Pape)
ή, όν, durchfressend, Sp.