Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ος, ον :
tout à fait grand.
Étymologie: Sp. de παμμέγας.
-η, -ο
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.
superl. zu πάμμεγας.