ἀπογλυκαίνω
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
sweeten, D.S.1.40, cf. Ruf. ap. Orib.8.47b7; ἀπεγλυκασμένος Diph.Siph. ap. Ath.2.55f.
Spanish (DGE)
endulzar agua, Sch.A.R.4.269 (= Democr.A 99), cf. D.S.1.40, ἀπογλυκάνας τὰς ἐλαίας Ruf. en Orib.8.47.14, τοὺς θέρμους Diph.Siph. en Ath.55f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογλῠκαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, καθιστῶ τι γλυκύ, Διόδ. 1. 40· ἀπεγλυκασμένος Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 55Ε.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογλυκαίνω: делать сладким, (о речной воде) пресным (τὸ πυρῶδες πᾶν τὸ ὑγρὸν ἀπογλυκαίνει Diod.).
German (Pape)
versüßen, DS. 1.40; ἀπεγλυκασμένος Ath. II.55e.