δικτυουλκός

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠουλκός Medium diacritics: δικτυουλκός Low diacritics: δικτυουλκός Capitals: ΔΙΚΤΥΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: diktyoulkós Transliteration B: diktyoulkos Transliteration C: diktyoulkos Beta Code: diktuoulko/s

English (LSJ)

όν, A drawing nets, Poll.7.137. II Subst., fisher, Iamb.VP8.36: Δικτυουλκοί, οἱ, title of play by A.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que tira de la red, pescador con red Porph.VP 25, Iambl.VP 36, Poll.7.137
οἱ Δικτυουλκοί Los que tiran de la red tít. de un drama satírico de Esquilo, Ael.NA 7.47, Poll.7.35, Hsch.θ 1024. • DMic.: de-ku-tu-wo-ḳọ (??).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον, ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

δικτυουλκός:тянущий невод, рыбак Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυουλκός: -όν, ὁ σύρων δίκτυα, Πολυδ. Α΄, 98, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 78. ― Δικτυουλκοί, δρᾶμά τι τοῦ Αἰσχύλου, Αἰλιαν. π. Ζ. 7, 47.

Greek Monolingual

δικτυουλκός, -όν (Α)
1. αυτός που τραβάει τα δίχτυα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δικτυουλκοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -ουλκός < ολκή ή ολκός (πρβλ. ιχθυουλκός)].

German (Pape)

ὁ (ἕλκω), Netzzieher, Fischer; Poll. 1.96; Iambl.; – οἱ δ., ein Stück des Aeschylus, das auch δικτυουργοί genannt wird, Ael. N. H. 7.47.